ἐλάττωμα — inferiority neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελάττωμα — το, ατος 1. ό,τι είναι κατώτερο από αυτό που πρέπει, μειονέκτημα σωματικό ή πνευματικό, κουσούρι. 2. (για άψυχα), έλλειψη, που έχει ως επακόλουθο πλημμελή λειτουργία του πράγματος: Το σπίτι έχει το ελάττωμα να μην έχει καλοριφέρ. 3. εκδήλωση ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελάττωμα δέκτη — Ελάττωμα σε έναν δέκτη το οποίο εμποδίζει τη χημική ουσία, η οποία κανονικά συνδέεται με αυτόν, να εκδηλώσει το αποτέλεσμά της … Dictionary of Greek
ἐλάττωμ' — ἐλάττωμα , ἐλάττωμα inferiority neut nom/voc/acc sg ἐλάσσωμι , ἐλαύνω drive aor subj act 1st sg (epic) ἐλάσσωμαι , ἐλαύνω drive aor subj mid 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαττωμάτων — ἐλάττωμα inferiority neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαττώμασι — ἐλάττωμα inferiority neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαττώμασιν — ἐλάττωμα inferiority neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαττώματα — ἐλάττωμα inferiority neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαττώματι — ἐλάττωμα inferiority neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαττώματος — ἐλάττωμα inferiority neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)